Εκτύπωση

Τον Αύγουστο του 2010, μια ομάδα ερευνητών από την Ουαλία, στην προσπάθειά της να αποκρυπτογραφήσει τα στοιχεία του «τέλειου» ποδοσφαιριστή, προχώρησε σε μια σειρά από μελέτες DNA κορυφαίων ποδοσφαιριστών. Στόχος της έρευνας ήταν να εξεταστεί αν υπάρχει κάποιο στοιχείο στο DNA αυτών των ποδοσφαιριστών, το οποίο τους κάνει να βρίσκονται σε πολύ υψηλό επίπεδο. Η ανάλυση έδειξε ότι τόσο σε επίπεδο ταλέντου, όσο και σωματικά-ψυχολογικά-πνευματικά, υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών, σε τέτοιο σημείο που δεν μπορούμε να πούμε ότι ένα στοιχείο του DNA είναι ικανό να ορίσει τον «τέλειο» ποδοσφαιριστή.

Συγκεκριμένα, τόνισαν ότι «ακόμα και αν υπάρχει κάποιος ποδοσφαιριστής, ο οποίος είναι άρτιος σε σωματικά στοιχεία, οι επιλογές που θα κάνει μέσα στον αγώνα, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την απόδοσή του». Η έρευνα, πέραν όλων των άλλων, αναδεικνύει τη συνθετότητα του ποδοσφαίρου, το οποίο απαιτεί «υψηλού επιπέδου» λειτουργικότητα, τόσο σε σωματικό-φυσικό όσο και σε πνευματικό-ψυχολογικό επίπεδο.

Μια από τις δυσκολίες της διαχείρισης μιας ομάδας ποδοσφαίρου, έγκειται στην ολοκληρωμένη προετοιμασία των αθλητών για τον επερχόμενο αγώνα. Ακόμη και αν οι προπονήσεις της εβδομάδας έχουν ολοκληρωθεί στο επιθυμητό επίπεδο, ο προπονητής έχει να «ελέγξει» και την πνευματική-ψυχολογική προετοιμασία των αθλητών για τον αγώνα. Αναφέρεται ότι ο προπονητής προετοιμάζει για τον αγώνα τρία πλάνα. Ένα που αφορά στην φυσιολογική-σωματική λειτουργία των αθλητών, ένα πλάνο τακτικής και ένα πνευματικό πλάνο.

Το πνευματικό πλάνο περιλαμβάνει την καλλιέργεια θετικής πνευματικής στάσης για τον αγώνα (π.χ. είμαστε ικανοί να κερδίσουμε), τη δυνατότητα να «επιστρέφει» η ομάδα από αντιξοότητες κατά τη διάρκεια του αγώνα και τον συναισθηματικό έλεγχο.

Σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου υπάρχουν τέσσερα βασικά συναισθήματα: ο πανικός, το άγχος, η αυτοπεποίθηση και η αλαζονεία/απάθεια, στα οποία μια ομάδα δύναται να κινείται. Σχηματικά, ο πανικός και η αλαζονεία/απάθεια τοποθετούνται στα δύο άκρα και το άγχος και η αυτοπεποίθηση στο μέσο της υποθετικής γραμμής.

Πανικός: αναφέρεται σε καταστάσεις όπου ο ποδοσφαιριστές βιώνουν πανικό για τον αγώνα είτε γιατί ο αντίπαλος είναι πολύ καλός είτε για γιατί είναι πολύ κρίσιμος ο αγώνας και θεωρούν ότι θα κριθούν από το αποτέλεσμά του. Συνηθισμένες σκέψεις είναι 'είμαστε πολύ κακοί και θα χάσουμε πολύ εύκολα, θα γνωρίσουμε βαριά ήττα, αν χάσουμε θα είναι καταστροφή κ.ά.'.

Άγχος: αναφέρεται σε μια κατάσταση ανησυχίας των αθλητών σχετικά με την επάρκεια και την ικανότητά τους για τον αγώνα. Σκέψεις όπως 'δεν είμαι πολύ σίγουρος για την ικανότητά μου, ο αντίπαλος δείχνει σε καλύτερη κατάσταση κ.ά.' αποτυπώνουν την ανησυχία στη συγκεκριμένη κατάσταση. Η διαφορά του πανικού με το άγχος είναι το ότι σε κατάσταση πανικού ο αθλητής βιώνει ακραία συναισθήματα και δύσκολα μπορεί να αντιστρέψει την κατάσταση.

Αυτοπεποίθηση: δηλώνει τη σιγουριά και την εμπιστοσύνη για την ικανότητα των αθλητών τόσο για τους εαυτούς του όσο και για την ομάδα. Συνηθισμένες εκφράσεις αποτελούν τα 'είμαστε πολύ καλά προετοιμασμένοι, μπορούμε να κερδίσουμε, είμαστε πολύ δυνατοί κ.ά.'.

Αλαζονεία/απάθεια: στο συγκεκριμένο επίπεδο ο ποδοσφαιριστής βιώνει την αίσθηση της σίγουρης και απόλυτης επιτυχίας, χωρίς ωστόσο να παραμένει συγκεντρωμένος στον αγώνα. Θεωρεί ότι το αποτέλεσμα είναι δεδομένα καλό για την ομάδα του και συμπεριφερόμενος αλαζονικά, ελαττώνει την προσπάθειά του. Αναφέρει σχετικά: 'θα κερδίσουμε πολύ εύκολα όπως στα προηγούμενα παιχνίδια, δεν χρειάζεται και πολύ προσπάθεια κ.ά.

Το κοινό σημείο των τεσσάρων συναισθημάτων είναι η μεταβολή της προσπάθειας και κατ΄ επέκταση της ενέργειας που βγάζει ο ποδοσφαιριστής στον αγωνιστικό χώρο. Σε κατάσταση πανικού και αλαζονείας, για διαφορετικούς λόγους για την κάθε κατάσταση, η προσπάθεια μειώνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Στην κατάσταση του άγχους, η ενέργεια που έχει να βγάλει ο αθλητής είναι χαμηλότερη από το αναμενόμενο, ενώ στην κατάσταση της αυτοπεποίθησης, η προσπάθεια και η ενεργοποίηση βρίσκονται σε ωφέλιμο επίπεδο. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι αθλητές αποδίδουν σε διαφορετικά επίπεδα αυτοπεποίθησης και άγχους, με το ωφέλιμο επίπεδο να βρίσκεται μεταξύ των συναισθημάτων αυτοπεποίθησης και άγχους. Έτσι, είναι σύνηθες κάποιοι αθλητές να αποδίδουν όντες συναισθηματικά κοντά στην αυτοπεποίθηση και κάποιοι άλλοι κοντά στο άγχος.

Ο προπονητής έχει να αναγνωρίσει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι αθλητές πριν και κατά τη διάρκεια του αγώνα, ώστε να «ελέγξει» τη συναισθηματική τους στάση. Για την ψυχολογική κατάσταση πριν τον αγώνα, υπάρχουν τέσσερις σημαντικοί παράγοντες, σύμφωνα με τον Beswick, που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη:

• Η συνοχή προς τον στόχο: αναφέρεται στη σύνδεση που αισθάνονται οι αθλητές μεταξύ τους, ως προς την επίτευξη του κοινού στόχου. Με τη σειρά της επηρεάζεται από την προετοιμασία της εβδομάδας, τη σαφήνεια του αγωνιστικού πλάνου και πιθανούς τραυματισμούς και επιλογές στην ενδεκάδα.

• Η κοινωνική συνοχή: αναφέρεται στις κοινωνικές/προσωπικές σχέσεις των παικτών μεταξύ τους. Επηρεάζεται από την προβολή του συνόλου έναντι του ατόμου από τους αθλητές, την προσωπικότητα των παλαιότερων στην ομάδα και την έμπνευση κα το σεβασμό που αποπνέει ο προπονητής.

• Επίδραση του περιβάλλοντος: περιλαμβάνει την επίδραση που δέχεται ο αθλητής από τα στοιχεία που τον περιβάλλουν, όπως τα εκτός έδρας παιχνίδια, η παρουσία κόσμου στο γήπεδο, η αλλαγή της ρουτίνας πριν τον αγώνα.

 Ψυχολογική σταθερότητα: περιλαμβάνει παράγοντες όπως το ρεκόρ νικών-ηττών της ομάδας ιδιαίτερα των τριών τελευταίων παιχνιδιών, η σημαντικότητα του αγώνα, η θετική ή αρνητική στάση του προπονητή για τον αγώνα και η στάση των «αρχηγών» της ομάδας.

Τα παραπάνω στοιχεία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογική κατάσταση με την οποία οι ποδοσφαιριστές θα εισέλθουν στον αγωνιστικό χώρο. Σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε προπονητές ποδοσφαίρου, φάνηκε ότι οι προπονητές θεωρούν ότι σε ποσοστό πάνω από 50%, οι αγώνες χάνονται ή κερδίζονται πριν ξεκινήσουν, ανάλογα με την ψυχολογική-πνευματική κατάσταση των αθλητών.